- αλαφροΐσκιωτος
- Αυτός που έχει ελαφριά σκιά, σε αντίθεση με τον βαρύσκιωτο, που έχει βαριά (Πολίτου Παραδ. σ. 432, αρ. 732 και 1066). Λέγεται και αλαφρόσκιωτος. Την ονομασία αυτή χρησιμοποιεί ο λαός για τους ανθρώπους εκείνους που έχουν την ιδιότητα και τη δύναμη να βλέπουν τον αόρατο κόσμο των ξωτικών, δηλαδή να βλέπουν αερικά, φαντάσματα και κυρίως νεράιδες. Τη μοναδική αυτή ικανότητα διαθέτουν σύμφωνα με τη λαϊκή μυθολογία όσοι έχουν γεννηθεί το Σάββατο, οι αποκαλούμενοι σαββατογεννημένοι. Α. είναι και οι λεγόμενοι νεραϊδάρηδεςζουδιαρέοι, δηλαδή εκείνοι που γνωρίζουν να ξορκίζουν τα ξωτικά και να γιατρεύουν τις αρρώστιες που προκαλούν. Οι περιγραφές που συναντάμε στις λαϊκές διηγήσεις δείχνουν ότι πρόκειται για άτομα είτε ψυχικά ανισόρροπα είτε με επιληπτικές διαταραχές.
Τη μορφή του α. χρησιμοποίησε με χαρακτηριστικό τρόπο ο Σολωμός στους Ελεύθερους Πολιορκημένους (σχεδίασμα Γ’ απόσπ. σ, στ. 15 κ.ε.), όταν αναφέρεται στο όραμα της φεγγαροντυμένης κόρης που αναδύεται από τη φωτόλουστη λίμνη. Επίσης, το 1907, ο Άγγελος Σικελιανός έγραψε με τον τίτλο Αλαφροΐσκιωτος (1907) πολύστιχο ποίημα που περιλαμβάνεται σε συλλογή με τον ίδιο τίτλο (1909).
* * *-η, -ολανθασμένη γραφή αντί αλαφροήσκιωτος.
Dictionary of Greek. 2013.